- προτίω
- Α1. τιμώ περισσότερο, προτιμώ2. προκρίνω («πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῑν εῑναι προτίουσι δίκην παραβάντες», Αισχ.)3. φρ. «προτίω τινὰ τάφου» — θεωρώ κάποιον άξιο ταφής μάλλον παρά για κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τίω «απονέμω τιμή, εκτιμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.